σκύβω

σκύβω
και σκύφτω και, λόγιος τ., σκύπτω Ν
1. κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, καμπουριάζω (α. «στα σπίτια σκύβει απάνω και βαραίνει το ασήμι τού βλεφάρου της η εσπέρα», Καρυωτάκης
β. «ιδού ευλαβείς οι Έλληνες / σκύπτουσιν όλοι», Κάλβ.)
2. φρ. «σκύβω το κεφάλι»
α) κατεβάζω το κεφάλι από ντροπή
β) εγκαταλείπω την αντίσταση εναντίον κάποιου, παραδίδομαι ή υποτάσσομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έκυψα τού κύπτω κατ' αναλογία προς τα έθλιψα: θλίβω, έτριψα: τρίβω, με ανάπτυξη προθετικού σ-. Κατ' άλλη άποψη, το ρ. σκύπτω < εισ-κύπτω με σίγηση τού αρκτικού / i / (ει)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκύβω — σκύβω, έσκυψα, σκυμμένος βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκύβω — και σκύφτω έσκυψα, σκυμμένος 1. κλίνω το κορμί προς τα εμπρός: Έσκυψα και μάζεψα τα σκουπίδια από το πάτωμα. 2. υποτάσσομαι: Δε σκύβει μπροστά στους ισχυρούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαφροσκύβω — σκύβω κάπως, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σκύβω] …   Dictionary of Greek

  • κοντοπροσκυνώ — σκύβω και προσκυνώ, γέρνω το σώμα για να προσκυνήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + προσκυνώ] …   Dictionary of Greek

  • παρακύπτω — ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α (για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.) μσν. κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι αρχ. 1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή… …   Dictionary of Greek

  • προκύπτω — ΝΜΑ σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά τού παραθύρου», Παπαδ. β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων) νεοελλ. 1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά») 2. (ως τριτοπρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… …   Dictionary of Greek

  • ακροσκύβω — (και ακροσκύφτω) σκύβω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + σκύβω] …   Dictionary of Greek

  • εγκύπτω — (AM ἐγκύπτω) 1. σκύβω και εξετάζω με προσοχή 2. (για μελέτες) καταγίνομαι με ζήλο αρχ. 1. σκύβω 2. (για δάχτυλα) λυγίζομαι …   Dictionary of Greek

  • επεισκύπτω — ἐπεισκύπτω (AM) σκύβω πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκύπτω «κλίνω μπροστά, σκύβω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”